περισκοπώ — έω, ΝΜΑ 1. παρατηρώ γύρω γύρω με προσοχή, κοιτάζω ολόγυρα, περιφέρω το βλέμμα μου γύρω 2. βλέπω κάτι και εξετάζω με προσοχή, παρατηρώ, ερευνώ επακριβώς, βολιδοσκοπώ, επιθεωρώ κάτι («περισκοπῶν τὸν αἰγιαλὸν εὗρε μικρᾱς ἁλιάδος λείψανα», Πλούτ.) 3 … Dictionary of Greek
περισκόπηση — η / περισκόπησις, ήσεως, ΝΑ [περισκοπώ] η ενέργεια τού περισκοπώ, επισκόπηση τών γύρω χώρων, κατόπτευση, επαγρύπνηση αρχ. έκταση («θαλάσσης ἀπέραντοι περισκοπήσεις», Σχόλ. Οππ.) … Dictionary of Greek
περιπαπταίνω — Α βλέπω γύρω γύρω με φόβο ή με δειλία («πολλάκις ἐκ νηῶν πέλαγος περιπαπταίνοντες», Άρατ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + παπταίνω «περιβλέπω, περισκοπώ»] … Dictionary of Greek
περισκέπτομαι — ΝΑ (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) περιεσκεμμένος, η, ο(ν) προσεκτικός, φρόνιμος, συνετός, μελετημένος αρχ. 1. (σε αχρησία ο ενεστ., αντί τού οποίου χρησιμοποιείται το περισκοπῶ) σκέπτομαι κάτι καλά, μελετώ με προσοχή, εξετάζω με περίσκεψη… … Dictionary of Greek
περισκοπεύω — Α εξετάζω ολόγυρα, παρατηρώ με προσοχή. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τού περισκοπῶ*] … Dictionary of Greek
περισκόπιο — Οπτικό όργανο το οποίο χρησιμοποιείται κυρίως για πολεμικούς σκοπούς, που επιτρέπει σε ένα παρατηρητή που βρίσκεται χαμηλότερα από τον αντικειμενικό, να εξερευνά το εξωτερικό περιβάλλον. Τους πρώτους τύπους π. επινόησαν μελετητές διάφορων χωρών… … Dictionary of Greek
συμπερισκοπώ — έω, Μ εξετάζω κάτι μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + περισκοπῶ «παρατηρώ ολόγυρα»] … Dictionary of Greek